Ανάλυση της ισορροπίας:
Προτυποποίηση και Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας

Γράφτηκε από  στις  
Λήψη: PDF

Αυτή η δημοσίευση παρέχει μια ανάλυση της αλληλεπίδρασης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των προτύπων και καταλήγει σε μερικές συγκεκριμένες προτάσεις που αντιμετωπίζουν τα πιο πιεστικά ζητήματα. Γράφτηκε με την υπόθεση ότι ο αναγνώστης ελάχιστα γνωρίζει το ιστορικό και συνεπώς παρέχει και κάποια βασικά στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση του προβλήματος. Ένας ειδικός στο πεδίο θα μπορούσε να παραλείψει την ενότητα με το Ιστορικό.

Εισαγωγή

Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (πατέντες) λογισμικού έχουν προκαλέσει μια έντονα αμφιλεγόμενη αντιπαράθεση, με τα χαρακώματα να ορίζονται κυρίως ανάμεσα στις μεγάλες πολυεθνικές που κατέχουν μεγάλα χαρτοφυλάκια πατεντών και εμπλέκονται σε πολλαπλές συμφωνίες αμοιβαίας αδειοδότησης, και των μη-κατεχόντων, επιχειρηματιών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και χρηστών λογισμικού, από τον φοιτητή που χρησιμοποιεί GNU/Linux μέχρι και χρήστες με θεσμική παρουσία σε κυβερνήσεις.

Αυτή η αντιπαράθεση έγινε αρκετά ηπιότερη με την απόρριψη, το 2005, της οδηγίας για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας λογισμικού. Τη θέση της αντιπαράθεσης αυτής στους κεντρικούς τίτλους, πήραν άλλες διαμάχες, όπως η προτυποποίηση. Τα ανοιχτά πρότυπα ήταν για χρόνια μια λέξη του συρμού, αλλά ποτέ ο όρος αυτός δεν είχε συζητηθεί πιο επισταμένα.

Την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008, οι διάλογοι και για τους δύο όρους ενώθηκαν στις Βρυξέλλες σε μια ημερίδα με θέμα "IPR in ICT standardisation", αν και το "Patents in ICT standardisation" θα ήταν καταλληλότερος τίτλος επειδή η συζήτηση ήταν αποκλειστικά για την αλληλεπίδραση των πατεντών και της προτυποποίησης στην πληροφορική και τις επικοινωνίες (ICT).

Οι πατέντες και τα πρότυπα είναι εξ ορισμού αντίπαλοι, έτσι πολλοί προτρέπουν για μια ισορροπία μεταξύ τους. Αυτό το άρθρο σχολιάζει την ημερίδα και εξηγεί γιατί τα πρότυπα πρέπει να υπερισχύσουν έναντι των πατεντών τουλάχιστο για την περιοχή του λογισμικού.

Ιστορικό: Διπλώματα ευρεσιτεχνίας & Πρότυπα 101

Η ιδέα των πατεντών δεν είναι καινούργια. Οι ρίζες τους βρίσκονται στις βασιλικές "litterae patentes" (ανοιχτές επιστολές) οι οποίες παραχωρούσαν αποκλειστικά δικαιώματα σε ορισμένους. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις τελικά πήραν τη θέση των μοναρχών και η νομοθεσία για τις πατέντες εξελίχθηκε με τον χρόνο, αλλά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που ορίζουν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν έχουν αλλάξει.

Για να το θέσω συνοπτικά, ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι ένα μονοπώλιο που παραχωρείται για περιορισμένο χρόνο από μια κυβέρνηση στο όνομα των πολιτών της.

Ο όρος μονοπώλιο έχει δικαιολογημένα πολλές αρνητικές αποχρώσεις. Ένα μονοπώλιο καταπνίγει την καινοτομία και αυξάνει την τιμή αγοράς εξαιτίας της απουσίας ανταγωνισμού. Με αυτή την έννοια είναι γενικά κατανοητό ότι το μονοπώλιο υφίσταται σε βάρος της οικονομίας και της κοινωνίας. Δεν είναι παράνομη η απόκτηση μονοπωλίου, αλλά η κοινωνία έχει νόμιμο συμφέρον να περιορίσει την κατάχρηση εξουσίας που εισάγει το μονοπώλιο και επιδιώκει να το καταφέρει μέσα από την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία.

Το μονοπωλιακό δικαίωμα που δημιουργήθηκε από μια πατέντα φέρει όλες τις παρενέργειες του μονοπωλίου. Εκχωρείται από το κράτος επειδή είναι κατανοητό ότι η απουσία πατεντών ίσως εμποδίσει τη δημοσίευση σημαντικών ανακαλύψεων, το οποίο είναι επίσης κατανοητό ότι είναι περισσότερο επιζήμιο από την εκχώρηση του μονοπωλίου πατέντας.

Αυτή η αρχική συμφωνία για τις πατέντες βασίζεται στη γνωστοποίηση, ώστε άλλοι να διδαχτούν από μια καινούργια ιδέα και να την εξελίξουν. Η έλλειψη της χρήσιμης γνωστοποίησης ή της προόδου της δημόσιας γνώσης μεταφράζεται στην παραχώρηση μονοπωλίου χωρίς αντίκρυσμα για την κοινωνία.

Όπως οι πατέντες, τα πρότυπα σχετίζονται στενά με τη γνωστοποίηση. Η ρίζα της λέξης standard φαίνεται να πηγαίνει πίσω στη μελέτη των οικοσήμων, όπου παραπέμπει σε ένα σύμβολο που δήλωνε το εμφανές σημείο ανασύνταξης του στρατού στη διάρκεια της μάχης.

Η σύγχρονη χρήση του όρου διατηρεί αυτή τη σημασία του δημόσια ορατού σημείου αναφοράς, αν και έχει μεταφερθεί σε άλλες περιοχές. Έτσι μεταξύ των άλλων ο όρος έχει γίνει αντιληπτός ως "κάτι θεσμοθετημένο από κάποια αρχή, συνήθεια ή γενικής αποδοχής ως υπόδειγμα ή παράδειγμα" ή επίσης "μία δομή που κατασκευάστηκε ή που εξυπηρετεί ως βάση ή υποστήριξη." (από το λεξικό Merriam-Webster).

Για τις Τεχνολογίες της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών (ICT), ένα πρότυπο έχει και τις δύο παραπάνω έννοιες. Σύμφωνα με το British Standards Institution (BSI), ένα πρότυπο είναι "ένας κατά συνθήκη, επαναλήψιμος τρόπος του πράττειν. Είναι ένα δημοσιευμένο κείμενο το οποίο περιέχει μια τεχνική προδιαγραφή ή άλλα τυπικά κριτήρια που σχεδιάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν με συνεπή τρόπο ως κανόνας, οδηγία ή ορισμός. [...] Οποιοδήποτε πρότυπο είναι μια συλλογική εργασία. Επιτροπές από κατασκευαστές, χρήστες, ερευνητικούς οργανισμούς, υπουργεία και καταναλωτές συνεργάζονται για να ορίσουν πρότυπα τα οποία αναπτύσσονται για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της κοινωνίας και της τεχνολογίας. [...]"

Η κεντρική ιδέα είναι ότι ένα πρότυπο καθιερώνει τη συναντίληψη, παρέχει τα μέσα για τη διαλειτουργικότητα και τον ανταγωνισμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις ICT εξαιτίας των ισχυρών δικτυακών φαινομένων που τις χαρακτηρίζουν. Αν όλοι οι συμμετέχοντες σε μια αγορά ICT επιμείνουν στα ίδια πρότυπα και καταβάλλουν προσπάθεια να εγγυηθούν τη διαλειτουργικότητα, όχι μόνο οι πελάτες θα μπορούν ελεύθερα να επιλέγουν ανάμεσα σε διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά και θα μπορούν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χωρίς προβλήματα.

Αντίθετα, η απουσία ή η αποτυχία προτυποποίησης στρεβλώνει τα δικτυακά φαινόμενα με έναν τρόπο που καθιστά βέβαιη τη μονοπώληση. Οι χρήστες ενός προϊόντος ή υπηρεσίας θα μπορούν να συνδιαλέγονται με χρήστες του ίδιου προϊόντος ή υπηρεσίας. Με το χρόνο, μία λύση θα κατακτούσε τόσο μεγάλη βάση χρηστών ώστε οι υπόλοιποι χρήστες θα έμεναν εκ των πραγμάτων με την επιλογή ή να ενταχθούν σε αυτή τη βάση ή να μην είχαν τη δυνατότητα πλήρους επικοινωνίας με την πλειοψηφία. Αυτό για παράδειγμα θα μπορούσε να γίνει με το πακετάρισμα του λογισμικού σε μια δεσπόζουσα πλατφόρμα υλικού.

Άρα τα πρότυπα είναι εν πολλοίς ένα εργαλείο που ενεργοποιεί τον ανταγωνισμό για το δημοσιο όφελος. Ο σκοπός των προτύπων είναι εγγενώς αντι-μονοπωλιακός.

Είναι επίσης υπέρ της καινοτομίας. Επειδή η απόκλιση από το πρότυπο αυτόματα το παραβιάζει, η προτυποποίηση και η καινοτομία φαίνονται αντίθετοι στόχοι και σε κάποιο βαθμό είναι. Αλλά όπου όλες οι αλλαγές πραγματοποιούνται με τη συναίνεση των κατασκευαστών, το αποτέλεσμα είναι μια αναβαθμισμένη έκδοση του προτύπου διαθέσιμη σε όλους. Η δεύτερη οδός είναι η καινοτομία πάνω στο πρότυπο, η χρήση του προτύπου ως βάση για την καινοτομία αντί για την παρουσία καινοτομίας μέσα στο πρότυπο.

Εξαιτίας του καθολικού, οδηγούμενου από τη συναίνεση χαρακτήρα της, η πρώτη διαδικασία είναι σχετικά αργή. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ένα ουσιαστικό φράγμα εισόδου στη διαδικασία των προτύπων. Το αποτέλεσμα είναι η υπέρμετρη αντιπροσώπευση των μεγάλων εταιριών σε σύγκριση με τις μικρομεσαίες.

Η δεύτερη οδός είναι ανοιχτή στον οποιονδήποτε, ιδιώτη, μικρομεσαία επιχείρηση ή μεγάλη βιομηχανία. Επίσης περιορίζεται μόνο από την ταχύτητα ανάπτυξης της ομάδας που καινοτομεί. Αν η καινοτομία γινόταν μόνο από έναν εταίρο, θα υπήρχε προσωρινό μονοπώλιο. Αλλά με δεδομένη μια ορισμένη ωριμότητα, η καινοτομία είναι πιθανό να τυποποιηθεί και πάλι σε πρότυπο, σχηματίζοντας τη βάση για την επόμενη.

Ενώ η πρώτη οδός επιδέχεται κυρίως αργές, μικρές βελτιώσεις, η δεύτερη είναι κατάλληλη για πλήρη συμμετοχή της οικονομικής πλειοψηφίας και ταιριάζει καλύτερα σε πρωτοπόρες ιδέες και είναι εύλογα πιο σημαντική για την προστασία της κοινωνίας.

Σύγκρουση: Θεμελιακά αντιτιθέμενα εργαλεία

Οι θεμελιακά διαφορετικοί στόχοι για τις πατέντες και τα πρότυπα ήρθαν στην επιφάνεια πολλές φορές κατά τη διάρκεια των διαξιφισμών, για παράδειγμα στην ομιλία του κ. Karsten Meinhold, προέδρου της ETSI IPR Special Committee, ο οποίος την συνόψισε ως "IPR και Πρότυπα εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς: οι IPR προορίζονται για ιδιωτική αποκλειστική χρήση, τα Πρότυπα για δημόσια, συλλογική χρήση".

Και οι πατέντες και τα πρότυπα αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το δημόσιο όφελος, ωστόσο η υποστήριξη της μιας έννοιας στερεί τη λειτουργία της άλλης. Τα πρότυπα επιδιώκουν να εξουδετερώσουν τα μονοπώλια, που οι πατέντες θεμελιώνουν. Ή, όπως η Tomoko Miyamoto, Senior Counsellor του Patent Law Section στον Παγκόσμιο Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) είπε στην παρουσίαση που έκανε : Οι συστάδες των πατεντών και το διαπραγματευτικό όπλο της αποφυγής συνεργασίας, προέρχονται από ορισμένες μορφές νόμιμης εκμετάλλευσης των αποκλειστικών δικαιωμάτων που απονέμουν οι πατέντες. Είναι μια φυσιολογική και υπολογισμένη συνέπεια του συστήματος των πατεντών.

Με άλλα λόγια: Η απονομή αυτών των αποκλειστικών δικαιωμάτων είναι η σκόπιμη λειτουργία του συστήματος των πατεντών και η έννομη χρήση αυτών των δικαιωμάτων προκαλεί τις επιπτώσεις της συστάδας και του διαπραγματευτικού όπλου της αποφυγής συνεργασίας. Συνεπώς επιτρέποντας πατέντες σε πρότυπα είναι μια σκόπιμη πράξη επιδότησης μονοπωλίων σε πρότυπα για ορισμένους εταίρους, η οποία περιλαμβάνει και το δικαίωμα παρεμπόδισης άλλων εταίρων σε υλοποιήσεις.

Ex-Ante Γνωστοποίηση

Υπάρχουν πολλές απόπειρες μέχρι σήμερα μέσα από τις οποίες η κοινότητα προτυποποίησης προσπάθησε να μετριάσει αυτές τις συνέπειες. Ένας από αυτούς τους μηχανισμούς ονομάζεται "Πρωθύστερη Γνωστοποίηση". Οι εταίροι που ασχολούνται με ένα πρότυπο χρησιμοποιούν αυτόν τον μηχανισμό για να δεσμευτούν στους όρους αδειοδότησης ενώ το προσχέδιο του προτύπου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Αν αυτοί οι όροι δεν γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους εταίρους που εργάζονται στο πρότυπο, η τεχνολογία που καλύπτεται από την πατέντα δεν περιλαμβάνεται στο πρότυπο.

Ποιοι όροι είναι αποδεκτοί είναι εντελώς υποκειμενικό. Μια μεγάλη πολυεθνική με μεγάλο χαρτοφυλάκιο πατεντών και υφιστάμενες συμφωνίες αμοιβαίας αδειοδότησης με τον κάτοχο των σχετικών πατεντών, θα μπορούσε να θεωρήσει μικρής σημασίας ενόχληση την προσθήκη μιας ακόμη πατέντας στη συμφωνία. Η ίδια κατάσταση δείχνει ουσιαστικά διαφορετική από την οπτική μιας μικρομεσαίας επιχείρησης η οποία τυπικά κατέχει το πολύ ένα μικρό χαρτοφυλάκιο πατεντών και για αυτήν η επαχθής αδειοδότηση είναι αναμενόμενη.

Επειδή η υπο-αντιπροσώπευση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην προτυποποίηση είναι εκτεταμένη, η Πρωθύστερη Γνωστοποίηση είναι πιθανό να φέρει πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα στις μεγάλες πολυεθνικές με τα μεγάλα χαρτοφυλάκια πατεντών οι οποίες ανταγωνίζονται στην ίδια περιοχή. Η οικονομική πλειοψηφία γενικά δεν έχει λόγο σχετικά με το αποδεκτό των όρων.

Ένα άλλο ζήτημα της πρωθύστερης γνωστοποίησης είναι η δυσκολία στην εφαρμογή, όπως η Suzanne Michel, Assistant Director στο Γραφείο Πολιτικής και Συντονισμού της Επιτροπής Ομοσπονδιακού Εμπορίου (FTC) των ΗΠΑ σημείωσε στην παρουσίαση που έκανε. Η FTC είχε βρει ότι η Rambus Incorporated είχε προσχωρήσει και παρίστατο στις συναντήσεις προτυποποίησης του Joint Electron Device Engineering Council (JEDEC) για να τροποποιήσει τις αιτήσεις πατεντών της ώστε να καλύπτουν τεχνολογίες, των οποίων η προσθήκη σε μελλοντικά πρότυπα ήταν υπό συζήτηση. Κατά την άποψη της FTC, αυτή η συμπεριφορά ήταν απάτη, παραβίαζε την πολιτική γνωστοποίησης του JEDEC και παράνομα έδινε στην Rambus μονοπωλιακή ισχύ.

Το D.C. Circuit Court (Εφετείο των ΗΠΑ για τη δικαστική περιφέρεια D.C.) διαφώνησε με την ερμηνεία της FTC με την απόφαση του Απριλίου του 2008. Σύμφωνα με την κ. Michel, το δικαστήριο έκρινε ότι η αποφυγή των αποκαλούμενων "Reasonable and Non-Discriminatory" (RAND) όρων αδειοδότησης δεν συνιστά κατάχρηση και ότι δεν υπάρχει απόδειξη ότι το JEDEC θα είχε αποφύγει τεχνολογίες αν γνώριζε ότι η Rambus σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει τις πατέντες της στον μεγαλύτερο από το νόμο επιτρεπόμενο βαθμό. Το δικαστήριο επίσης εξέφρασε την απροθυμία του να καταστήσει τις πατέντες ανεφάρμοστες με βάση αόριστες πολιτικές γνωστοποίησης.

Και οι πατέντες και τα πρότυπα αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το δημόσιο όφελος. Δεν υπήρξε πρόσθετη γνωστοποίηση νέας τεχνολογίας στις πατέντες που η Rambus απέκτησε πάνω στα πρότυπα που επρόκειτο να δημοσιευτούν. Η απόδοση μονοπωλιακής ισχύος στην Rambus πάνω σε πρότυπα που ανέπτυξε το JEDEC επίσης ζημιώνει το δημόσιο συμφέρον. Άρα φαίνεται πιθανό ότι μια πλήρης αξιολόγηση του δημόσιου συμφέροντος σε αυτή την περίπτωση θα έδειχνε ότι πραγματικά το δημόσιο συμφέρον δεν υπερίσχυσε.

Έτσι θα γινόταν φανερό ότι και η FTC ήταν σωστή στην αξιολόγησή της, αλλά και το δικαστήριο, επειδή η καθιέρωση μονοπωλίων περιορισμένου χρόνου είναι ακριβώς ο σκοπός της λειτουργίας της νομοθεσίας περί πατεντών. Ο ρόλος των δικαστηρίων δεν εκτείνεται στην ακύρωση των νόμων και οι περισσότεροι νομοθέτες δεν έχουν ενδιαφερθεί για το δημόσιο συμφέρον στη σύγκρουση ανάμεσα στις πατέντες και στα πρότυπα.

Το JEDEC έχει στο μεταξύ αναβαθμίσει την πολιτική γνωστοποιήσεων, η οποία ίσως βοηθήσει ατην αποφυγή παρόμοιων ζητημάτων στο μέλλον. Θεωρώντας την αξία που έχει για πολλά δικαστήρια η νομοθεσία περί πατεντών σχετικά με την προτυποποίηση, μόνο μια μελλοντική δικαστική υπόθεση μπορεί να δείξει αν το ζήτημα έχει επιλυθεί με έναν τρόπο που να αντέχει σε μια επίσημη νομική αναθεώρηση.

(F)RAND

Είναι σωστό για όλες τις επιτροπές προτυποποίησης να απαιτούν πρωθύστερη γνωστοποίηση, αλλά οι περισσότερες από αυτές δεν το κάνουν. Αντίθετα η πλειοψηφία των επιτροπών δείχνει να βασίζεται σε εντελώς εθελοντική αποκάλυψη και στη διαβεβαίωση ότι οι κάτοχοι πατεντών που εμπλέκονται στη διαδικασία θα συμφωνήσουν στους αποκαλούμενους RAND ή FRAND ("Fair, Reasonable and Non Discriminatory") (για Δίκαιη, Εύλογη και χωρίς Διακρίσεις Αδειοδότηση) όρους.

Μια συνήθης κριτική στους (F)RAND όρους είναι η έλλειψη ενός ορισμού για το τι είναι εύλογο και για ποιον. Κατά τη διάρκεια του Forum Διακυβέρνησης Διαδικτύου (IGF) το 2006 στην Αθήνα, η Susy Struble από τη Sun Microsystems κατέδειξε ότι το εύλογο για έναν εταίρο μπορεί να μην είναι εύλογο για έναν άλλο.

Οι πρακτικές αδειοδότησης είναι αλήθεια ότι διαφέρουν και επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων, εκτός των άλλων, των ερωτημάτων για τη διακύβευση μιας εταιρίας στη σχετική αγορά και πόσο επιθετικά επιδίδεται στο κυνήγι εσόδων από τις πατέντες της.

Επιπλέον, οι πατέντες μπορούν να γίνουν αντικείμενο πώλησης ή απόκτησης ως τμήμα της αναδιάρθρωσης ή εξαγοράς μιας επιχείρησης. Ένας μελλοντικός κάτοχος πατέντας ίσως να θεωρήσει εύλογους διαφορετικούς όρους και το ίδιο ισχύει και για τον κάτοχο πατέντας ο οποίος δεν συμμετείχε στη διαδικασία προτυποποίησης και ποτέ δεν δεσμεύτηκε ούτε και για τους όρους RAND.

Οι όροι RAND γενικά ισοδυναμούν με μια ασαφή διαβεβαίωση σε άδειες χρήσης αν αυτή ζητηθεί. Μια τέτοια διαβεβαίωση δεν συνιστά άδεια χρήσης στο διηνεκές για την πατέντα ούτε είναι έγκυρη για έναν καινούργιο κάτοχο πατέντας. Άρα ο νέος κάτοχος μπορεί να επιλέξει ελεύθερα πώς να εφαρμόσει την πατέντα, συμπεριλαμβανομένης της αποφυγής συνεργασίας ως διαπραγματευτικό όπλο για όλες τις υφιστάμενες υλοποιήσεις του προτύπου.

Όπως η κ. Miyamoto από τον WIPO κατέδειξε, το διαπραγματευτικό όπλο της αποφυγής συνεργασίας που συνεπάγεται μια πατέντα είναι μία νόμιμη και σκόπιμη χρήση του συστήματος των πατεντών. Άρα ακόμα και σε ένα καθεστώς RAND, υπάρχει ένα υπολογίσιμο μέγεθος αβεβαιότητας που σταθερά ευνοεί τις μεγάλες εταιρίες, οι οποίες όχι μόνο έχουν μεγαλύτερες τσέπες, αλλά και μεγαλύτερα νομικά τμήματα και χαρτοφυλάκια πατεντών.

Είναι αυτή η αβεβαιότητα η οποία έχει προκαλέσει μεγάλη απογοήτευση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις οποίες ο Charles Schulz της Ars Aperta συνόψισε ως RAND αναφερόμενος σε "RANDom" (τυχαία) "αδειοδότηση στα μάτια των ανταγωνιστών". Στην παρουσίαση που έκανε, ο κ. Schulz επίσης κατέδειξε ότι οι όροι (F)RAND εισάγουν διακρίσεις ενάντια στο Ελεύθερο Λογισμικό. Ακόμη και για όρους RAND που συνδέονται με δικαιώματα μηδενικής χρέωσης, οι αποκαλούμενοι RF-on-RAND ("Royalty Free on RAND"), RAND-RF ("RAND Royalty Free") ή RAND-Z ("RAND with Zero royalties") όροι συχνά παρουσιάζουν τα ίδια προβλήματα επειδή δεν επιτρέπουν υπο-αδειοδότηση.

Το Ελεύθερο Λογισμικό (επίσης γνωστό ως Ανοιχτός Κώδικας, FOSS ή FLOSS) βασίζεται στην αρχή ότι κάθε πρόσωπο και κάθε νομική οντότητα μπορεί να είναι ένας χρήστης, προγραμματιστής, διανομέας ή οποιοσδήποτε συνδυασμός αυτών. Μόνο προϋποθέσεις που επιτρέπουν την πραγματοποίηση αυτής της αρχής είναι αποδεκτές από το Ελεύθερο Λογισμικό, το οποίο έχει εκτιμηθεί να φτάνει στο 32% όλων των υπηρεσιών πληροφορικής και στο 4% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ μέχρι το 2010.

Στην παρουσίαση που έκανε, η Amy Marasco, General Manager Standards Strategy της Microsoft, υπογράμμισε ότι δεν θεωρεί το Ελεύθερο Λογισμικό επιχειρηματικό μοντέλο. Αυτό ισχύει στον ίδιο βαθμό που το ιδιοκτησιακό λογισμικό δεν είναι επιχειρηματικό μοντέλο. Τα επιχειρηματικά μοντέλα είναι ό,τι προστίθεται στη βάση και του Ελεύθερου Λογισμικού και/ή του ιδιοκτησιακού λογισμικού.

Η κ. Marasco συνέχισε για να δείξει ότι όλα αυτά τα επιχειρηματικά μοντέλα είναι νόμιμα. Και ενώ υπάρχουν ισχυρές διαφορές στις απόψεις για το ποιο μοντέλο λογισμικού είναι η καλύτερη και περισσότερο βιώσιμη επιλογή για την οικονομία και την κοινωνία, από την άποψη της πολιτικής ανάλυσης των προτύπων, όλα τα επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται στο ιδιοκτησιακό λογισμικό, στο Ελεύθερο Λογισμικό ή σε ένα μίγμα των δύο πρέπει να θεωρηθούν έγκυρα και νόμιμα.

Όπως σημειώθηκε παραπάνω, το μέρος του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ που αντιστοιχεί στο Ελεύθερο Λογισμικό εκτιμήθηκε ότι θα φτάσει το 4% μέχρι το 2010. Όλοι οι εταίροι συμφωνούν ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που περιλαμβάνουν Ελεύθερο Λογισμικό, είναι νόμιμα. Το ερώτημα που αναδύεται από αυτή τη διαπίστωση είναι αν μπορεί να θεωρηθεί Δίκαιος, Εύλογος και Χωρίς Διακρίσεις ο αποκλεισμός αυτού του νόμιμου τμήματος της οικονομίας με την επιλογή όρων αδειοδότησης πατεντών.

Ζημιά εξαιτίας του αποκλεισμού;

Η κατάσταση αυτή έχει μια παράξενη ομοιότητα με την κατάσταση στα πλαστά φαρμακευτικά προϊόντα, όπου το επιχείρημα για την εφαρμογή πατεντών γενικά συνοδεύεται από το ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία. Αλλά μόνο αποτελεσματικά σκευάσματα τα οποία είναι πανομοιότυπα με το πατενταρισμένο προϊόν θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να παραβιάσουν την πατέντα. Οι κίνδυνοι για την υγεία εμφανίζονται κυρίως εκεί όπου οι πατέντες δεν παραβιάζονται.

Στα πρότυπα, η κατάσταση είναι περίπου παρόμοια. Αν οι πατέντες είναι τμήμα ενός προτύπου, μόνο μια υλοποίηση που καλύπτεται από τις πατέντες παρέχει αποτελεσματικό αντίδοτο στη μονοπώληση. Η παράκαμψη των πατεντών γενικά θα αχρηστεύσει τη συμμόρφωση προς τα πρότυπα και θα ζημιώσει το δημόσιο όφελος που είναι η ώθηση πίσω από την προτυποποίηση.

Άρα οι πατέντες στα πρότυπα δυνητικά καθιστούν τη διαλειτουργικότητα αδύνατη για τις νόμιμες επιχειρήσεις σε ορισμένες αγορές. Όπως το προαναφερθέν BSI έδειξε : "Τα πρότυπα σχεδιάστηκαν για εθελοντική χρήση και δεν επιβάλλουν κανονισμούς. Ωστόσο, νόμοι και κανονισμοί μπορεί να αναφέρονται σε ορισμένα πρότυπα και να καθιστούν τη συμμόρφωση με αυτά υποχρεωτική".

Μόλις μια τεχνολογία προτυποποιηθεί, συγκεκριμένες επιλογές δεν πραγματοποιούνται πλέον σχετικά με την ποιότητα. Ακόμη και όταν υπάρχει μια καλύτερη λύση η οποία θα είχε την πρόσθετη αξία ότι δεν παραβιάζει μια πιθανή πατέντα στο πρότυπο, ένας κατασκευαστής θα επέλεγε να ακολουθήσει το τεχνολογικά κατώτερο πρότυπο για να έχει πλήρη πρόσβαση στην αγορά. Μια τέτοια περίπτωση αντιστρέφει την αρχική ιδέα της απονομής πατεντών: η τεχνολογία είναι αξιόλογη επειδή είναι πατενταρισμένη, όχι πατενταρισμένη επειδή είναι αξιόλογη.

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου ορισμένοι οργανισμοί προτυποποίησης, π.χ. ο International Organisation for Standardisation (ISO) έχει μια προνομιακή θέση με τις κυβερνήσεις σχετικά με αποφάσεις για προμήθειες. Εξαιτίας των πατεντών και ανεπαρκών προϋποθέσεων (F)RAND, δεν μπορούν όλα τα πρότυπα που έχουν το ίδιο προνόμιο να υλοποιηθούν από όλους τους νόμιμους συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι θα έπρεπε να ανταγωνίζονται σε δημόσιες προσφορές.

Έτσι μέσα από τα ειδικά προνόμια οργανισμών όπως ο ISO ο οποίος αποδέχεται όρους ανεπαρκείς για να εγγυηθεί τον ανταγωνισμό, το δικαίωμα μονοπωλίου που απονέμεται από πατέντες μεταφράζεται σε μονοπωλιακή θέση στις δημόσιες προμήθειες. Αυτός ο αποκλεισμός του ανταγωνισμού από τις προσφορές με όχημα τις πατέντες στα πρότυπα είναι επιζήμιος για το δημόσιο όφελος επειδή οδηγεί σε υψηλότερες τιμές και συνεπώς και σε υψηλότερους φόρους.

Η διόρθωση αυτής της κατάστασης θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις παραχωρούν προτιμήσεις σε πρότυπα σχετικά με προμήθειες, τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο χειρισμός των πατεντών στα πρότυπα, το ίδιο το σύστημα των πατεντών ή έναν συνδυασμό από τα παραπάνω.

Διορθωτικές απόπειρες

Μια αξιόπιστη έρευνα για πατέντες κοστίζει περίπου 100.000 EUR ανά περίπτωση σύμφωνα με τον Rigo Wenning, Legal Counsel & Patent Policy Team Contact του W3C/ERCIM ο οποίος μίλησε για "Standards, Patents and the Dynamics of Innovation on the Web." Το W3C είναι στην πραγματικότητα ο μόνος Οργανισμός Καθορισμού Προτύπων (Standards Setting Organisation, SSO) ο οποίος έχει μια επαρκή πολιτική πατεντών για τα δικά του πρότυπα που να εξυπηρετεί όλα τα νόμιμα επιχειρηματικά μοντέλα.

Από την άποψη των περισσοτέρων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ένα ερευνητικό κόστος για πατέντες των 100.000 EUR είναι απαγορευτικά υψηλό. Αλλά ακόμη και μεγάλες επιχειρήσεις θα βρουν αυτό το κόστος σημαντικό και πρόκειται μόνο για μία από τις πηγές κόστους. Μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να γίνει από ασφαλιστικά μέτρα εναντίον προϊόντος ή από ισχυρισμούς για ζημιές. Στην παρουσίαση του "SoftIP" της IBM που έκανε, ο Roger Burt, Senior Counsel της IBM Europe κάνει μια εισαγωγή στα ζητήματα με μια παράθεση από μια κατάθεση των BSA et al. ως τρίτου στην υπόθεση eBay εναντίον MercExchange. Η παράθεση συνοψίζει τα προβλήματα της μεγάλης βιομηχανίας μάλλον ικανοποιητικά:

"Τα προϊόντα τεχνολογίας τυπικά αποτελούνται από εκατοντάδες ή χιλιάδες πατενταρισμένα τμήματα. Συνεπώς είναι αδύνατο για τις εταιρίες τεχνολογίας να διερευνήσουν όλες τις πατέντες και τις εκκρεμείς αιτήσεις πατεντών που μπορεί να σχετίζονται με μια νέα εφεύρεση (προϊόν), παρά τις καλύτερες προσπάθειες που κατέβαλλαν για να το κάνουν. Όταν, όπως συχνά συμβαίνει, ο ισχυρισμός της καταστρατήγησης δεν διατυπώνεται μέχρι τη στιγμή που το νέο προϊόν μπαίνει στην αγορά ή που το βιομηχανικό πρότυπο έχει υιοθετηθεί, οι σχεδιασμοί με βάση τον ισχυρισμό αυτό δεν είναι πλέον μια ρεαλιστική επιλογή. Επειδή μια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων θα εκδοθεί αυτόματα με την ανακάλυψη της καταστρατήγησης – ακόμη και αν ο ισχυρισμός σχετίζεται με ένα ασήμαντο τμήμα του προϊόντος – ο αποδέκτης του ισχυρισμού αναγκάζεται να πληρώσει έναν ληστρικό διακανονισμό για να διατηρήσει την επιχείρησή του".

Μια άλλη απόπειρα για να μη γίνουν τα τέλη από τις πατέντες υπερβολικά ακόμη και για τις μεγαλύτερες των πολυεθνικών προτάθηκε από τον Tim Frain, Director IPR regulatory affairs, της Nokia στην παρουσίαση "FRAND Best Practice." Ο κ. Frain συνηγορεί υπέρ ενός συστήματος που θα βασίζεται σε "Σωρευτικά Εύλογους Όρους" & "Αναλογικότητα" ("Aggregated Reasonable Terms" & "Proportionality", ART+P).

Η κεντρική ιδέα της προσέγγισής του είναι ότι αν κάθε κάτοχος πατέντας ατομικά χρεώνει τέλη πατεντών τα οποία θεωρεί Δίκαια, Εύλογα και Χωρίς Διακρίσεις, τα προκύπτοντα τέλη μπορεί εύκολα να καταλήξουν να είναι το 50% ή και παραπάνω του κόστους του τελικού προϊόντος. Έτσι όλοι οι κάτοχοι πατεντών θα πρέπει να δεσμευτούν ex-ante ότι το σωρευτικό κόστος της αδειοδότησης για όλες τις πατέντες θα πρέπει να είναι εύλογο. Για πααδειγμα, ο κ. Frain ανέφερε ότι κατά την άποψη της Nokia, τα τέλη αδειοδότησης πατεντών στην τεχνολογία επικοινωνιών για τα κινητά τηλέφωνα πρέπει να είναι κάτω του 10% ανά συσκευή.

Και οι δύο προσεγγίσεις είναι απόπειρες να ελεγχθεί η χρήση μονοπωλίων που απονέμονται από πατέντες και ως τέτοιες προσπαθούν να εξασφαλίσουν την εθελοντική συναίνεση από άλλους εταίρους να μην ασκήσουν τα δικαιώματα που το σύστημα πατεντών τους έχει απονείμει.

Δυστυχώς και οι δύο αποτυγχάνουν στο κριτήριο της απουσίας διακρίσεων εναντίον νόμιμων επιχειρηματικών μοντέλων και η ART+P προσέγγιση έχει και το πρακτικό ελάττωμα ότι η σύγκλιση συνενώνει περισσότερα από ένα είδη τεχνολογίας ανά συσκευή, άρα το συνολικό δικαίωμα πατεντών σε ένα έξυπνο τηλέφωνο μπορεί και τώρα να φτάσει το 50% ακόμη και αν το κόστος για το GSM & Co περιορίζεται στο 10%. Αλλά ακόμη και αυτό το 10% μπορεί να είναι υπολογίσιμο για φορητούς που περιλαμβάνουν UMTS modems, ή ενσωματωμένες συσκευές, μια περιοχή στην οποία τα περιθώρια κέρδους είναι τυπικά πολύ κατώτερα του 10%.

Για να το θέσω στη μορφή ενός αμφιλεγόμενου ερωτήματος: Είναι δίκαιο και εύλογο οι κάτοχοι πατεντών να λαμβάνουν μίσθωμα μονοπωλίου υψηλότερο από τα κέρδη που προσδοκά μια καινοτόμος εταιρία με ένα νέο προϊόν και όλο τον κίνδυνο που αυτό συνεπάγεται;

Cui bono?

Άρα ποιος ωφελείται; Όπως αναλύθηκε πριν, οι πατέντες σχεδιάστηκαν ως αντιστάθμισμα. Τα οφέλη τους συχνά αναλύονται με βάση τον απομονωμένο εφευρέτη που έχει μια φαεινή ιδέα. Θα ήταν δίκαιο αν ο εφευρέτης αυτός δημοσιεύσει την ιδέα μόνο για να δει μια μεγάλη εταιρία να την φέρνει στην αγορά ταχύτερα από όσο μπορεί ο εφευρέτης και χωρίς καμία ανταμοιβή για αυτόν; Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι αυτό δεν είναι δίκαιο.

Με τις πατέντες απούσες, ο εφευρέτης μας θα μπορούσε να επιλέξει μόνο ανάμεσα στην αποδοχή της μοίρας του ή να κρατήσει την καινοτομία μυστική για όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο μέχρι να την φέρει στην αγορά. Οι πατέντες απονέμουν ένα προσωρινό μονοπώλιο για τον εφευρέτη σαν ανταπόδοση για τη δημοσίευση ώστε ο εφευρέτης να βρει επενδυτές, να συστήσει εταιρία, να τελειώσει με την ανάπτυξη του προϊόντος, να το φέρει στην αγορά και να απολαύσει ένα αρχικό πλεονέκτημα πριν άλλοι μπορέσουν κανονικά να ανταγωνιστούν.

Αυτός ο μηχανισμός φαίνεται ότι έχει λειτουργήσει ικανοποιητικά για κάποιο χρονικό διάστημα στο παρελθόν. Αλλά κάποιες βασικές παράμετροι έχουν αλλάξει, ενώ οι πατέντες έχουν επεκταθεί με έναν βασικά απερίσκεπτο τρόπο σε περισσότερες περιοχές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το λογισμικό, όπου οι πατέντες παίζουν έναν χωρίς νόημα ρόλο σχετικά με τη γνωστοποίηση· η πατέντα αχρηστεύεται σε όφελος της κοινωνίας αφού ο χρόνος εισόδου νέας καινοτομίας στην αγορά και ο χρόνος μεταξύ καινοτόμων ανακαλύψεων έχει ελαττωθεί.

Ο Raymond Kurzweil ανακάλυψε ένα εκθετικό πρότυπο στην καινοτομία που φτάνει πίσω μέχρι τους μονοκύτταρους οργανισμούς. Συμπεραίνοντας ότι αυτό πρέπει να είναι μια καθολική αρχή, ο κ. Kurzweil προχώρησε σε προβλέψεις για το μέλλον μερικές από τις οποίες έχουν αποδειχθεί πολύ ακριβείς μέχρι τώρα. Με την εφαρμογή αυτής της αρχής στις πατέντες, από τη σταθερή διάρκεια της μονοπωλιακής εγγύησης ακολουθεί μια εκθετική αύξηση της αξίας της ξεχωριστής πατέντας.

Η τιμή που η κοινωνία πληρώνει για την απονομή πατεντών αυξάνεται εκθετικά από τη στιγμή της αρχικής διαπραγμάτευσης για την πατέντα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η τιμή για το σύστημα πατεντών φαίνεται ολοένα και πιο εξωφρενική, καθώς και την ενίσχυση των εκκλήσεων για μεταρρύθμιση, οι οποίες έχουν οδηγήσει στην πρόσφατη ανακοίνωση για την "Πρώτη στη Σειρά των Ακροάσεων σχετικά με την Εξελισσόμενη Αγορά Πνευματικής Ιδιοκτησίας" από την Επιτροπή Ομοσπονδιακού Εμπορίου (FTC) των ΗΠΑ.

Οι διορθώσεις σε αυτό το πρόβλημα θα μείωναν τη διάρκεια ζωής των πατεντών, οι οποίες θα προσαρμόζονταν στην ειδική περίπτωση πεδίου και θα εξαιρούνταν πεδία από την απονομή πατεντών στα οποία οι πατέντες παρέχουν γνωστοποίηση χωρίς νόημα.

Σχετικά με τα πρότυπα, ήταν ο An Baisheng, Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Τεχνικών Κανονισμών στο Τμήμα για τις Σχέσεις με τον ΠΟΕ του Κινεζικού Υπουργείου Εμπορίου ο οποίος έθεσε το ερώτημα του δημόσιου οφέλους σε σχέση με το ιδιωτικό στην παρουσίαση που έκανε με τίτλο "Strike the Right Balance between Public and Private Interests in IPR in ICT Standardization".

Αν πάρουμε το σενάριο του "μοναχικού εφευρέτη" όπως παραπάνω, το ερώτημα που έχουμε για τις πατέντες στα πρότυπα είναι: Θα ήταν δίκαιο αν ο εφευρέτης μας μπορούσε να εμποδίσει άλλους να φέρουν στην αγορά δικές τους καινοτομίες οι οποίες με κάποιον τρόπο αλληλεπιδρούν με την αρχική εφεύρεση; Για να το κάνουμε λιγότερο αφηρημένο: Θα πρέπει η πατέντα σε μια μηχανή δακτυλογράφησης να επεκταθεί και στο αντίγραφο που έχει το ίδιο μέγεθος για χρήση στη μηχανή; Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι αυτό πάει πολύ.

Πιθανές διορθώσεις

1. Η διαλειτουργικότητα τσακίζει τις πατέντες

Κατά τη διάρκεια των διαξιφισμών για τις πατέντες λογισμικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρχε συναίνεση ανάμεσα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το Ελεύθερο Λογισμικό και αντιπροσώπους μεγάλων επιχειρήσεων από εταιρίες όπως η IBM και η Sun Microsystems ότι οι πατέντες θα πρέπει να μη μπορούν να εφαρμοστούν για να περιορίσουν ή να εμποδίσουν τη διαλειτουργικότητα.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτό θα μπορούσε να ήταν εισήγηση στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση σχετικά με την Κοινοτική Πατέντα (Community Patent). Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο WIPO θα πρέπει να το θεωρήσει ως τμήμα των συνεχιζόμενων συζητήσεων στην αναπτυξιακή ημερήσια διάταξη.

Μόλις εφαρμοζόταν, θα έλυνε τις πιο επιζήμιες παρενέργειες για όλα τα νόμιμα επιχειρηματικά μοντέλα και αντί των μονοπωλιακών δικαιωμάτων θα πρόβαλλε τη διαλειτουργικότητα και τον ανταγωνισμό. Εξετάζοντας τα ασυνήθιστα δικτυακά φαινόμενα που υπάρχουν στην αγορά, μια τέτοια προτίμηση φαίνεται δικαιολογημένη.

2. Ανανέωση πολιτικών στους SSO

Δεύτερον, οι Οργανισμοί Καθορισμού Προτύπων (SSO) θα μπορούσαν να ανανεώσουν τις πολιτικές τους για τις πατέντες για να διασφαλίσουν ότι τα πρότυπά τους είναι χρησιμοποιήσιμα σε όλα τα επιχειρηματικά μοντέλα. Πολλοί εκπρόσωποι SSO στη συνάντηση υποστήριξαν ότι δεν είχαν αρμοδιότητα να δώσουν εντολή για συγκεκριμένες πολιτικές πατεντών. Την ίδια στιγμή, η Common Patent Policy (Κοινή Πολιτική Πατεντών) των ITU-T, ITU-R, ISO και IEC ήδη διατυπώνει την αρχή ότι "μια πατέντα ενσωματωμένη πλήρως ή μερικώς σε Σύσταση | Παραδοτέο πρέπει να είναι προσβάσιμη σε όλους χωρίς υπερβολικούς περιορισμούς." Όπως δείχνει αυτή η ανάλυση, η παρούσα εφαρμογή του RAND αποτυγχάνει σε μια τέτοια αρχή.

Υπάρχει πρόσθετη προτεραιότητα που παρέχει ο κοινός τρόπος με τον οποίο οι SSO προστατεύουν πρότυπα έναντι πιθανών επόμενων ισχυρισμών από κατόχους Copyright απαιτώντας από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία προτυποποίησης να παραχωρήσουν τα πνευματικά τους δικαιώματα στον SSO. Η εφαρμογή κατάλληλων παρόμοιων μέτρων σε πατέντες για πρόμοιους λόγους φαίνεται δικαιολογημένη.

3. Παροχή ενδιάμεσων δυνατοτήτων και δυνατοτήτων μετάβασης

Υπάρχουν ήδη πολλά πρότυπα τα οποία οι πατέντες επιβαρύνουν και ακόμη και αν ο WIPO καταλήξει σε συμφωνία γενικής προτίμησης στη διαλειτουργικότητα, θα χρειαστούν δεκαετίες για την ενσωμάτωσή της στις τοπικές νομοθεσίες.

Ως ενδιάμεση λύση, οι (F)RAND χρειάζεται να εφαρμοστούν με έναν τρόπο που να μην επιτρέπει στους όρους των αδειών χρήσης να κάνουν διακρίσεις σε βάρος οποιουδήποτε επιχειρηματικού μοντέλου, όπως είναι σύνηθες σήμερα. Μια πιθανή λύση θα μπορούσε να προσδέσει τις χρεώσεις δικαιωμάτων για τους (F)RAND στα έσοδα αδειοδότησης.

Τα επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται σε ιδιοκτησιακή αδειοδότηση η οποία βασίζεται σε πνευματικά δικαιώματα ή πατέντες για έσοδα θα συνέχιζαν να λειτουργούν όπως σήμερα. Επιχειρηματικά μοντέλα που δεν στηρίζονται σε τέτοιο έσοδο αδειοδότησης θα ήταν δυνατό να δια-λειτουργούν και να ανταγωνίζονται.

Εφαρμόζοντας αυτό το βήμα θα επανευθυγράμμιζε και πάλι τους ITU-T, ITU-R, ISO και IEC με την διακηρυγμένη πολιτική τους, την Κοινή Πολιτική Πατεντών.

4. Ανανέωση κυβερνητικών οδηγιών για τις προμήθειες

Οι κυβερνήσεις και οι διακυβερνητικοί οργανισμοί πρέπει να ανανεώσουν τις οδηγίες προμηθειών τους για να προμηθεύονται μόνο προϊόντα με βάση πρότυπα που δεν κάνουν διαχωρισμούς εναντίον οποιουδήποτε επιχειρηματικού μοντέλου. Αυτό σημαίνει επανεξέταση της γενικής έγκρισης για συγκεκριμένους οργανισμούς καθορισμού προτύπων και μόνο περιορισμένη έγκριση για οργανισμούς οι οποίοι δεν έχουν ανανεώσει κατάλληλα τις πολιτικές τους για τις πατέντες μέχρι τη στιγμή της επανεξέτασης.


ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ: Αυτή η δημοσίευση γράφτηκε από την άποψη ενός ειδικού στο πεδίο του λογισμικού. Τα συμπεράσματα μπορεί να ισχύουν πλήρως, μερικώς ή καθόλου και σε περιοχές διαφορετικές από το λογισμικό.